- ἄμμορος
- ἄμμοροςwithout share ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμμορος — ἄμμορος, ον (Α) (ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος) 1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που στερείται κάτι 3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη». ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία] … Dictionary of Greek
ἄμμορον — ἄμμορος without share of masc/fem acc sg ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμμορα — ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμμοροι — ἄμμορος without share of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARCTOS — I. ARCTOS mons iuxta Propontidem, quem semiferi et horrendi gigantes ex terra geniti incolebant, quos etiam Thessalos fuisse dicit Deilochus: Apollonius vero, in Herculis perniciem, a Iunonone fabulose scribit creatos. Fabulae a leone Nemaeo… … Hofmann J. Lexicon universale
.άμμορον — ἄμμορον , ἄμμορος without share of masc/fem acc sg ἄμμορον , ἄμμορος without share of neut nom/voc/acc sg ἔμμορον , ἔμμορος partaking in masc/fem acc sg ἔμμορον , ἔμμορος partaking in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… … Dictionary of Greek
αμμορία — ἀμμορία, η (Α) [ἄμμορος] (ποιητικός τύπος αντί τού ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία … Dictionary of Greek
διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] … Dictionary of Greek
κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] … Dictionary of Greek